Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δυναμόμετρο
1 εγγραφή
δυναμόμετρο το [δinamómetro] Ο40 : γενική ονομασία συσκευών που μετρούν την ένταση δυνάμεων.

[λόγ. < γαλλ. dynamomètre < dynamo- = δυνα μο- + -mètre = -μετρον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες