Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δυναμοηλεκτρικός
1 εγγραφή
δυναμοηλεκτρικός -ή -ό [δinamoilektrikós] Ε1 : που αναφέρεται στο δυναμικό ηλεκτρισμό: Δυναμοηλεκτρική μηχανή, δυναμό, δυναμομηχανή.

[λόγ. < γαλλ. dynamo-électrique < dynamo- = δυνα μο- + électrique = ηλεκτρικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες