Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δυαδικός
1 εγγραφή
δυαδικός -ή -ό [δiaδikós] Ε1 : που αναφέρεται σε μια δυάδα. 1. (μαθημ., πληροφ.) Δυαδικό σύστημα, που έχει ως βάση τον αριθμό δύο και κατά το οποίο χρησιμοποιούνται μόνο δύο σύμβολα, τα ψηφία 0 και 1. Δυαδικό ψηφίο, μονάδα που χρησιμοποιείται για την εντροπία και για την ποσότητα της πληροφορίας. 2. που αποτελείται από δύο μέρη: Δυαδική εξουσία, από δύο φορείς εξουσίας. Δυαδική οργάνωση, τρόπος οργάνωσης ορισμένων πρωτόγονων κοινωνιών.

[λόγ. < ελνστ. δυαδικός `που αναφέρεται στον αριθμό δύο΄ σημδ. γαλλ. binaire]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες