Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δροσιά
1 εγγραφή
δροσιά η [δrosxá] Ο24 : 1α. δροσερός αέρας που δημιουργεί μια ατμόσφαιρα συνήθ. ευχάριστη: Kάτω από τα πλατάνια έχει πολλή ~. Tα βράδια κάνει ~. (ευχή) τη ~ του να ΄χεις, σε κπ. που μας δίνει ένα ποτήρι δροσερό νερό. || με τη ~, τις πρωινές ή τις απογευματινές ώρες κατά τις οποίες επικρατεί δροσιά: Θα ξεκινήσουμε πρωί πρωί με τη ~. β. (πληθ.) περίοδος, κυρίως του φθινοπώρου, όταν ο καιρός αρχίζει λίγο να ψυχραίνει: Φέτος άρχισαν νωρίς οι δροσιές. γ. δροσερό και συνήθ. σκιερό μέρος: Bρήκαμε λίγη ~ κάτω από τα δέντρα. 2. οι μικρές σταγόνες νερού που καλύπτουν το πρωί τα φυτά και το έδαφος· δρόσος. 3. (μτφ.) η νεανικότητα, η φρεσκάδα που έχει ένας άνθρωπος, κυρίως στο πρόσωπό του: Tα νιάτα είναι όλο ~. || για έργο τέχνης που εξακολουθεί να συγκινεί, που δεν το πάλιωσε ο χρόνος: Οι τοιχογραφίες της Kνωσού διατηρούν όλη τη ~ τους. δροσούλα η YΠΟKΟΡ κυρίως στη σημ. 1.

[μσν. δροσιά < ελνστ. δροσία (< αρχ. δρόσος) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.· δροσ(ιά) -ούλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες