Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δρομέας
1 εγγραφή
δρομέας ο [δroméas] Ο21 : I1. αθλητής που αγωνίζεται στο δρόμο: Οι δρομείς των 100 / των 200 / των 400 μέτρων. 2. (ζωολ., πληθ.) τάξη πτηνών που δεν πετούν αλλά τρέχουν, όπως π.χ. η στρουθοκάμηλος. II. (τεχν.) ρότορας. III. (πληροφ.) το κινητό σημάδι στην οθόνη ηλεκτρονικού υπολογιστή που μας δείχνει σε ποιο σημείο (ενός κειμένου, σχεδίου κτλ.) βρισκόμαστε κάθε στιγμή.

[λόγ.: I: αρχ. δρομεύς, αιτ. -έα· II, III: σημδ. αγγλ. cursor]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες