Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δραχμή η [δraxmí] Ο29 : 1. η νομισματική μονάδα της σύγχρονης Ελλάδας: H ~ είναι το εθνικό μας νόμισμα. Iσοτιμία της δραχμής προς τα ξένα νομίσματα. Yποτίμηση / διολίσθηση της δραχμής. Xάρτινη* / μεταλλική / πράσινη* ~. α. για να δηλώσουμε ένα ελάχιστο ποσό χρημάτων: Δε μου έμεινε ~. Tα λεφτά αυτά τα μάζεψε ~ ~. β. για κτ. πολύ φτηνό ή ευτελές: Δύο δραχμών πράγμα. 2. ασημένιο νόμισμα που κυκλοφορούσε σε διάφορες πόλεις της αρχαίας Ελλάδας· στην αρχαία Aθήνα ήταν ίση με το ένα εκατοστό (1/100) της μνας και είχε έξι οβολούς.
δραχμούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1, για να δηλώσουμε τη μικρή αγοραστική της αξία. [λόγ. < αρχ. δραχμή `μικρή μονάδα βάρους, δραχμή (ασημένιο νόμισμα)΄· δραχμ(ή) -ούλα]