Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δραπετεύω
1 εγγραφή
δραπετεύω [δrapetévo] Ρ5.1α : 1. φεύγω κρυφά από ένα χώρο που φρουρείται, κυρίως από φυλακή ή από κάπου όπου επικρατούν ανάλογες συνθήκες. || Δραπέτευσε στο εξωτερικό, δραπέτευσε και διέφυγε στο εξωτερικό. || (επέκτ.) εγκαταλείπω κρυφά ένα περιβάλλον στο οποίο ανήκω και το οποίο αισθάνομαι ως περιοριστικό της ελευθερίας μου: Δραπέτευσε από το σπίτι του / από το ορφανοτροφείο. 2. (μτφ.) εγκαταλείπω ένα περιβάλλον που με πιέζει ασφυκτικά, ξεφεύγονας έτσι από τις δεσμεύσεις και τις υποχρεώσεις που με κρατούν εκεί: Ο σημερινός άνθρωπος προσπαθεί να δραπετεύσει από τον κλοιό των σύγχρονων μεγαλουπόλεων. Θέλει να δραπετεύσει από το θλιβερό οικογενειακό περιβάλλον του.

[λόγ. < αρχ. δραπετεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες