Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δραγάτης
1 εγγραφή
δραγάτης ο [δraγátis] Ο10 : αγροφύλακας, κυρίως αμπελιών.

[μσν. δραγάτης < ελνστ. *δραγάτης (πρβ. ελνστ. ἀρχιδραγάτης, ρ. δραγατεύω) ίσως < σύντμ. του *ἀμπελιδεργάτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες