Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δράκαινα η [δrákena] Ο27 : ψάρι του βυθού με αγκαθωτά και δηλητηριώδη πτερύγια.
[μσν. δράκαινα < αρχ. δράκαινα `θηλυκό φίδι΄ κατά τη σημ. του ελνστ. δράκων (το ίδιο ψάρι)]