Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δούκας
1 εγγραφή
δούκας ο [δúkas] Ο3α θηλ. δούκισσα [δúisa] Ο27 & (σπάν.) δουκέσα [δuésa] Ο25 : 1α. στη μεσαιωνική Ευρώπη, ηγεμόνας μικρού ανεξάρτητου κράτους. || (θηλ.) αυτή που είχε το δουκικό αξίωμα ή που ήταν σύζυγος δούκα. β. δυτικοευρωπαϊκός τίτλος ευγενείας, κατώτερος από τον πρίγκιπα και ανώτερος από το μαρκήσιο. || (θηλ.) γυναίκα που έχει δουκικό τίτλο. 2α. στο Bυζάντιο, πολιτικός και στρατιωτικός διοικητής θέματος. β. στην περίοδο της βενετοκρατίας, γενικός διοικητής: Ο ~ των Aθηνών / της Kρήτης.

[2: μσν. δούκας < ελνστ. δούξ, αιτ. δοῦκα `στρατιωτικός διοικητής΄ < λατ. dux· 1: λόγ. σημδ. γαλλ. duc· λόγ. < μσν. δούκισσα < δούκ(ας) -ισσα· ιταλ. duchessa]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες