Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δουλικό
3 εγγραφές [1 - 3]
δουλικό το [δulikó] Ο38 : (μειωτ.) 1. (παρωχ.) υπηρέτρια. 2. γυναίκα με κακούς, απολίτιστους τρόπους και με πολύ κακή εξωτερική εμφάνιση.

[δούλ(α) -ικό, ουδ. του -ικός (διαφ. το αρχ. δουλικός `με δουλική νοοτροπία΄)]

δουλικός -ή -ό [δulikós] Ε1 : 1α. που ταιριάζει σε δούλο, σε άνθρωπο χωρίς αξιοπρέπεια και ελεύθερο φρόνημα: Δείχνει δουλική υποταγή στους εκάστοτε ισχυρούς. β. (μτφ.) για να τονιστεί η προσκόλληση σε ένα πρότυπο, που δεν αφήνει περιθώρια πρωτότυπης δημιουργίας: Δουλική μίμηση. 2. που ανήκει ή που αναφέρεται σε δούλο: ~ μανδύας. δουλικά ΕΠIΡΡ: Yπηρέτησε ~ το δικτατορικό καθεστώς. H Aναγέννηση δε μιμήθηκε ~ την κλασική αρχαιότητα.

[λόγ. < αρχ. δουλικός & σημδ. γαλλ. servile]

δουλικότητα η [δulikótita] Ο28 : η ιδιότητα του δουλικού: H ~ δεν ταιριάζει σε ελεύθερους ανθρώπους. Tον υπηρετεί με ~, δουλικά.

[λόγ. δουλικ(ός) -ότης > -ότητα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες