Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δουλευτάρης
1 εγγραφή
δουλευτάρης -α -ικο [δuleftáris] Ε9 : που αγαπάει τη δουλειά και που δουλεύει ακούραστα: Είναι πολύ δουλευτάρα γυναίκα. || (ως ουσ.).

[δουλευτ(ής) -άρης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες