Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δορυφόρος
1 εγγραφή
δορυφόρος ο [δorifóros] Ο18 : I. (αστρον.) ουράνιο σώμα που κινείται γύρω από έναν πλανήτη και που τον ακολουθεί στην κίνησή του γύρω από τον Ήλιο: H Σελήνη είναι ~ της Γης. || Tεχνητός ~, διαστημικό όχημα που μπαίνει σε τροχιά γύρω από τη γη ή από άλλο ουράνιο σώμα και που κατευθύνεται και ελέγχεται από μια βάση στη γη: Ο τεχνητός ~ εξυπηρετεί στρατιωτικούς ή επιστημονικούς σκοπούς. Mετεωρολογικός / τηλεπικοινωνιακός / τηλεοπτικός ~. Σύνδεση της ελληνικής τηλεόρασης με την ευρωπαϊκή μέσο δορυφόρου. Εκτόξευση δορυφόρου. II1. (στην πολεοδομία) πόλη ~, που αναπτύσσεται στην περιφέρεια μεγαλύτερης πόλης, για να καλύψει οικιστικές κυρίως ανάγκες και που διατηρεί μια σχέση εξάρτησης με την κεντρική πόλη. 2. (μειωτ.) για κράτος τυπικά ανεξάρτητο, ουσιαστικά όμως εξαρτημένο πολιτικά και οικονομικά από μια μεγάλη δύναμη. 3α. (τεχν.) μικρός κωνικός οδοντωτός τροχός. β. (βιολ.) σχηματισμός που βρίσκεται σε ορισμένα χρωμοσώματα. III. στην αρχαιότητα, οπλισμένος στρατιώτης που αποτελούσε μέλος της σωματοφυλακής ενός άρχοντα.

[λόγ.: ΙΙΙ: αρχ. δορυφόρος· Ι, ΙΙ: σημδ. γαλλ. & αγγλ. satellite]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες