Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δοξάρι
2 εγγραφές [1 - 2]
δοξάρι το [δoksári] Ο44 : 1. λεπτό και εύκαμπτο επίμηκες ξύλο, κατά μήκος του οποίου είναι τεντωμένες φυσικές (κυρίως αλόγου) ή τεχνητές τρίχες, και που το χρησιμοποιούν για να δονούν τις χορδές ορισμένων εγχόρδων, όπως π.χ. του βιολιού, του βιολοντσέλου κτλ.· τόξο2στ: Mάγος του δοξαριού, για κπ. που παίζει με μεγάλη δεξιοτεχνία κάποιο έγχορδο όργανο. 2. (λογοτ., λαϊκότρ.) α. τόξο: Λύγισε το ~ και έριξε τη σαΐτα. β. ουράνιο τόξο.

[μσν. δοξάρι(ον) < ελνστ. τοξάριον υποκορ. του αρχ. τόξ(ον) -άριον ίσως με παρετυμ. επίδρ. του δόξα]

δοξαριά η [δoksarjá] Ο24 : το πέρασμα του δοξαριού επάνω στις χορδές για να παραχθεί ο ήχος: Aκούστηκαν οι δοξαριές της λύρας. Είναι τεχνίτης της δοξαριάς, παίζει με δεξιοτεχνία κάποιο έγχορδο. || ο ήχος που παράγεται: H σταθερότητα της δοξαριάς είναι ένα από τα γνωρίσματα του καλού βιολιστή.

[δοξάρ(ι) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες