Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δονητής ο [δonitís] Ο7 : 1. (μηχανολ.) συσκευή που προκαλεί μηχανικές ταλαντώσεις και που χρησιμοποιείται για συμπύκνωση. 2. (ηλεκτρολ.) συσκευή που μετατρέπει το συνεχές ρεύμα σε εναλλασσόμενο ή σε εναλλασσόμενους παλμούς.
[λόγ. δονη- (δονώ) -τής μτφρδ. γαλλ. vibrateur]