Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δονζουανισμός ο [δonzuanizmós] Ο17 : συμπεριφορά που χαρακτηρίζει έναν άντρα του τύπου του δον Zουάν.
[λόγ. < γαλλ. donjuanisme < Don Juan = δον ?ουάν -isme = -ισμός (ορθογρ. δαν.)]