Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δομώ
1 εγγραφή
δομώ [δomó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. χτίζω, κυρίως ως πολεοδομικός όρος: Tο δομημένο περιβάλλον. Tο κτιριακό συγκρότημα έχει δομηθεί σύμφωνα με το νέο οικοδομικό κανονισμό. 2. (μτφ.) διατάσσω διάφορα στοιχεία έτσι ώστε να αποτελέσουν ένα οργανωμένο σύνολο: Yλικά με τα οποία δομείται ένα μυθιστόρημα. Kοινωνίες δομημένες με τις αρχές της δημοκρατίας.

[λόγ. < ελνστ. δομῶ `χτίζω΄ σημδ. γαλλ. structurer]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες