Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δολοπλόκος
1 εγγραφή
δολοπλόκος -ος / -α -ο [δoloplókos] Ε14 : που κάνει δολοπλοκίες εις βάρος κάποιου άλλου, συνήθ. ως ουσ. ο δολοπλόκος: Δολοπλόκοι και απατεώνες.

[λόγ. < αρχ. δολοπλόκος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες