Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δοκός
1 εγγραφή
δοκός η [δokós] Ο34 & (οικ.) δοκός ο [δokós] Ο17 : 1. επίμηκες οριζόντιο στήριγμα από ξύλο, με ορθογώνια συνήθ. διατομή, ή από μέταλλο ή από οπλισμένο σκυρόδεμα, με ποικίλη διατομή, που χρησιμοποιείται στην οικοδομική· δοκάρι1. 2α. (ποδ.) καθένα από τα επιμήκη ξύλα, δύο κάθετα και ένα οριζόντιο, που σχηματίζουν μαζί με τα δίχτυα την εστία· δοκάρι. β. (γυμν.) όργανο που αποτελείται από δύο ξύλινους ορθοστάτες, επάνω στους οποίους στηρίζεται μια οριζόντια δοκός. || (επέκτ.) οι ασκήσεις που γίνονται στη δοκό: Ήρθε πρώτη στη δοκό.

[λόγ. < αρχ. δοκός ἡ· μεταπλ. σε αρσ. για προσαρμ. στη δημοτ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες