Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δοκιμαστικός
1 εγγραφή
δοκιμαστικός -ή -ό [δokimastikós] Ε1 : 1. που γίνεται για να ελέγξουμε αν κτ. λειτουργεί σωστά ή αν είναι κατάλληλο για κτ.: Δοκιμαστική βολή / πτήση / παρέλαση. Δοκιμαστικά πλάνα, στον κινηματογράφο. Δοκιμαστικό τράβηγμα, στην τυπογραφία. || για χρονικό διάστημα κατά το οποίο κάποιος ή κτ. περνάει από μια δοκιμασία: Δοκιμαστική περίοδος. Δοκιμαστικό στάδιο. 2. που χρησιμοποιείται για δοκιμές, για πειράματα: Δοκιμαστικό κατσαβίδι, για έλεγχο ρευματοδότησης. Δοκιμαστικό χαρτί, για προσδιορισμό των συστατικών μιας χημικής ένωσης ή για έλεγχο των ιδιοτήτων της. ~ σωλήνας, σωλήνας από λεπτότατο γυαλί και κλειστός στη μία του άκρη, που χρησιμοποιείται σε χημικά ή άλλα εργαστήρια για δοκιμές με μικρές ποσότητες ουσιών. || παιδί του (δοκιμαστικού) σωλήνα, του οποίου η σύλληψη έγινε με τεχνητή γονιμοποίηση έξω από τη μήτρα της μητέρας. 3. (ως ουσ.) το δοκιμαστικό: α. κατσαβίδι με ενδεικτικό λαμπάκι. β. (κινημ., τηλεόρ.) δοκιμαστική λήψη. δοκιμαστικά ΕΠIΡΡ: Tον προσέλαβε ~. Θα κρατήσω τη συσκευή ~ και θα την επιστρέψω, αν δε με εξυπηρετεί.

[λόγ. < ελνστ. δοκιμαστικός `ικανός να εξετάζει΄ & σημδ. αγγλ. test-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες