Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δοκιμαστήριο
1 εγγραφή
δοκιμαστήριο το [δokimastírio] Ο40 : 1. ειδικός χώρος σε κατάστημα, όπου ο πελάτης δοκιμάζει, προβάρει το ρούχο που θέλει να αγοράσει. 2. όργανο με το οποίο γίνεται μια δοκιμασία.

[λόγ. δοκιμασ- (δοκιμάζω) -τήριον (πρβ. ελνστ. δοκιμαστήριον `τρόπος ελέγχου΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες