Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δοκιμάζω
1 εγγραφή
δοκιμάζω [δokimázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. ελέγχω ή εξετάζω: α. κτ. για να διαπιστώσω αν είναι κατάλληλο για κάποια συγκεκριμένη χρήση ή αν διαθέτει πράγματι τα χαρακτηριστικά, τις ιδιότητες που πρέπει να έχει: Tο φάρμακο δεν έχει δοκιμαστεί ακόμη σε ανθρώπους. Οι συσκευές δοκιμάζονται πρώτα στο εργοστάσιο πριν δοθούν στην κατανάλωση. ~ το στιλό αν γράφει / το μαχαίρι αν κόβει. || Θα δοκιμάσω μια νέα μέθοδο διδασκαλίας. β. κπ. για να διαπιστώσω αν διαθέτει κάποια συγκεκριμένη ιδιότητα ή ικανότητα: Tου ανέθεσα αυτή τη δουλειά, για να δοκιμάσω την εντιμότητά του / την εξυπνάδα του / την επιστημονική του κατάρτιση. Θέλω να δοκιμάσω την αντοχή μου στην πεζοπορία. 2α. χρησιμοποιώ κτ. σε μικρή ποσότητα ή για μικρό διάστημα, για να διαπιστώσω αν ικανοποιεί τις προσωπικές μου ανάγκες ή προτιμήσεις: Δοκίμασα το φαγητό και το βρήκα ανάλατο. Δοκίμασα τα παπούτσια / το φόρεμα για να δω αν μου ταιριάζουν, προβάρισα. β. ~ κπ., κάνω χρήση των υπηρεσιών που μου προσφέρει, για να διαπιστώσω αν αυτές ικανοποιούν τις ανάγκες, τις απαιτήσεις μου: Δοκίμασα και αυτή τη μοδίστρα / και αυτόν το γιατρό αλλά δεν έμεινα ευχαριστημένη. 3. καταβάλλω προσπάθεια να πετύχω κτ., επιχειρώ κτ.: Δοκίμασε να κόψει το πολύ φαγητό αλλά δεν το κατάφερε. Δοκίμασα να βρω σπίτι από τις μικρές αγγελίες. Δοκίμασε να με κοροϊδέψει / να με βοηθήσει. (πρόκληση σε απειλή) Για δοκίμασε αν μπορείς! || (έκφρ.) ~ την τύχη μου, προσπαθώ να πετύχω κτ. βασικό για τη ζωή μου: Δοκίμασε την τύχη του στην Aμερική / στο θέατρο. 4α. αποκτώ κάποια εμπειρία, αισθάνομαι κτ.: Δοκίμασε χαρές / λύπες / απογοητεύσεις στη ζωή του, γεύτηκε. Δοκίμασα μεγάλη έκπληξη όταν τον είδα. β. (συνήθ. παθ.) υφίσταμαι κτ. πολύ δυσάρεστο που αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, έλεγχο της ψυχικής ή και της σωματικής μου αντοχής: Δοκιμάστηκε σκληρά από το θάνατο της γυναίκας του. Πολλοί άνθρωποι δοκιμάζονται από την πείνα και από τις αρρώστιες. Ο Θεός τη δοκίμασε πολύ στη ζωή της. || περνώ από μια δοκιμασία αντοχής, ικανότητας κτλ.: Πολλές πατροπαράδοτες αξίες δοκιμάζονται σήμερα. 5. (μππ.) του οποίου οι ικανότητες ή οι πολύ καλές ιδιότητες έχουν δοκιμαστεί και αποδειχτεί: Δοκιμασμένος πολιτικός. Δοκιμασμένη μέθοδος. Δοκιμασμένα προϊόντα.

[αρχ. δοκιμάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες