Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δοκίμιο
5 εγγραφές [1 - 5]
δοκίμιο 1 το [δokímio] Ο40 : φιλολογικό, επιστημονικό ή κριτικό κείμενο, με περιορισμένη έκταση, που πραγματεύεται ένα συγκεκριμένο θέμα χωρίς όμως να το εξαντλεί σε πλάτος και σε βάθος: Λογοτεχνικό / ιστορικό / φιλοσοφικό ~.

[λόγ. δοκιμ(ή) -ιον μτφρδ. γαλλ. essai (διαφ. το αρχ. δοκιμεῖον (ελνστ. δοκίμιον) `τρόπος ελέγχου΄)]

δοκίμιο 2 το : (τυπ.) τμηματική εκτύπωση κειμένου ή εικόνας που γίνεται πριν από την τελική εκτύπωση και επάνω στην οποία γίνονται διορθώσεις ή συμπληρώσεις· τυπογραφικό δοκίμιο.

[λόγ. δοκιμ(ή) -ιον μτφρδ. γαλλ. épreuve]

δοκιμιογραφία η [δokimioγrafía] Ο25 : συγγραφή δοκιμίου.

[λόγ. δοκιμιο(γράφος) -γραφία]

δοκιμιογραφικός -ή -ό [δokimioγrafikós] Ε1 : που έχει σχέση με το δοκιμιογράφο ή με τη δοκιμιογραφία.

[λόγ. δοκιμιογράφ(ος) -ικός]

δοκιμιογράφος ο [δokimioγráfos] Ο18 θηλ. δοκιμιογράφος [δokimioγrá fos] Ο35 : συγγραφέας δοκιμίων.

[λόγ. δοκίμι(ον) -ο- + -γράφος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες