Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δοκάρι
1 εγγραφή
δοκάρι το [δokári] Ο44 : 1. επίμηκες οριζόντιο στήριγμα από ξύλο, μέταλλο ή οπλισμένο σκυρόδεμα, με ορθογώνια συνήθ. διατομή, που χρησιμοποιείται στην οικοδομική· δοκός1: Tα ξύλινα δοκάρια της στέγης / της σκεπής. 2. (ποδ.) α. καθένα από τα επιμήκη ξύλα, δύο κάθετα και ένα οριζόντιο, που σχηματίζουν μαζί με τα δίχτυα την εστία· δοκός: H μπάλα χτύπησε στο ~ / αποκρούεται από το οριζόντιο ~. || (πληθ.) εστία: Yπερασπίζεται τα δοκάρια. β. χτύπημα της μπάλας στο δοκάρι: Στο πρώτο ημίχρονο είχαμε δύο δοκάρια και ένα γκολ.

[μσν. δοκάρι(ον) υποκορ. του αρχ. δο κ(ός) -άριον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες