Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δοθείς
1 εγγραφή
δοθείς -είσα -έν [δoθís] Ε12γ : (λόγ.) συνήθ. στις εκφράσεις δοθείσης ευκαιρίας, όταν παρουσιαστεί η ευκαιρία: Δοθείσης ευκαιρίας θα έρθουμε να σας δούμε. δοθέντος ότι…, δεδομένου ότι…, εφόσον, αφού, επειδή.

[λόγ. < αρχ. δοθείς μτχ. παθ. αορ. του δίδωμι & σημδ. γαλλ. étant donné]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες