Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δογματίζω
1 εγγραφή
δογματίζω [δoγmatízo] Ρ2.1α : διατυπώνω τις απόψεις μου με τρόπο απόλυτο, που δεν επιδέχεται αντίρρηση.

[λόγ. < ελνστ. δογματίζω & σημδ. γαλλ. dogmatiser < υστλατ. dogmatizo < ελνστ. δογματίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες