Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διώνυμο
1 εγγραφή
διώνυμο το [δiónimo] Ο40 : (μαθημ.) αλγεβρική παράσταση που είναι αλγεβρικό άθροισμα δύο μονωνύμων.

[λόγ. δι- 1 + αρχ. -ώνυμον < ὄνομα μτφρδ. γαλλ. binἄme < μσνλατ. binomium < bi- = δι- 1 + αρχ. νόμος `μέρος΄, σφαλερή δημιουργία αντί π.χ. δίνομον από ταύτιση του γαλλ. -nἄme και του αρχ. ὄνομα, δες και μονώνυμο (διαφ. το ελνστ. διώνυμος `με δύο ονόματα΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες