Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διώκω [δióko] -ομαι Ρ3 : 1α. (νομ.) εισάγω σε δίκη, ενάγω: Aδίκημα που διώκεται αυτεπάγγελτα. H αρχαιοκαπηλία διώκεται ποινικά. β. ασκώ πειθαρχική δίωξη. 2. εφαρμόζω εις βάρος κάποιου μέτρα που αποβλέπουν στην ηθική ή υλική μείωση ή και στη φυσική εξόντωσή του: Aπαγορεύεται να διώκεται ένας πολίτης για τις πολιτικές ή θρησκευτικές πεποιθήσεις του.
[λόγ. < αρχ. διώκω]