Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διότι [δióti] σύνδ. αιτιολ. : συχνός ιδίως στο γραπτό λόγο· ΣYN γιατί 1. I. εισάγει δευτερεύουσες αιτιολογικές προτάσεις οι οποίες στη σειρά του λόγου ακολουθούν την κύρια πρόταση που αιτιολογούν και εκφέρονται: 1. με απλή οριστική, όταν η αιτιολόγηση αναφέρεται σε κτ. πραγματικό: Xαίρομαι ~ είμαι και πάλι κοντά σας, που, επειδή. (έκφρ.) καθότι και ~, γι΄ αυτό το λόγο. 2. με θα και οριστική παρατατικού: α. για να αποδοθεί η αιτιολόγηση με έννοια δυνατότητας ή πιθανότητας: Aυτό να κάνουμε, ~ έτσι θα συνέφερε / θα βόλευε στην περίπτωση. β. με αναφορά στο παρελθόν: Λυπόταν, ~ ήταν αναγκασμένος να φύγει για πάντα από την πατρίδα του. II. στη θέση παρατακτικού συνδέσμου ύστερα από τελεία, άνω τελεία ή ερωτηματικό: Θα πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα τη συμπεριφορά μας. ~ βέβαια δε θα μας ανεχθούν για μεγάλο διάστημα. III. (ως ουσ.) τα διότι, οι λόγοι, οι αιτίες: Tα γιατί και τα ~.
[λόγ. < αρχ. διότι]