Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διόγκωση
1 εγγραφή
διόγκωση η [δióŋgosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διογκώνω. 1. αύξηση του όγκου ενός σώματος: H ~ της ζύμης. || πρήξιμο: H ~ της σπλήνας / των αδένων. 2. (μτφ.) α. αύξηση ενός ήδη μεγάλου ποσού: H ~ του εξωτερικού χρέους / της φοροδιαφυγής. β. μεγαλοποίηση ενός γεγονότος ή μιας κατάστασης.

[λόγ. < ελνστ. διόγκω(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες