Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διχοτόμηση
1 εγγραφή
διχοτόμηση η [δixotómisi] Ο33 : διαίρεση σε δύο ίσα μέρη: (γεωμ.) H ~ της γωνίας. (βιολ.) H ~ των κυττάρων, κατά τη διαδικασία του πολλαπλασιασμού. || H ~ ενός κράτους, διάσπαση της πολιτικής του ενότητας. || (επέκτ.) διαίρεση σε δύο άνισα μέρη: Είναι απαράδεκτη η ~ της Kύπρου σε βόρεια και σε νότια. H ~ της Γερμανίας σε ανατολική και σε δυτική μετά το τέλος του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου.

[λόγ. < ελνστ. διχοτόμη(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες