Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διχειλικός
1 εγγραφή
διχειλικός -ή -ό [δixilikós] Ε1 : (γραμμ.) διχειλικά σύμφωνα, τα νεοελληνικά σύμφωνα [p, b, m] που σχηματίζονται με τα δύο χείλη.

[λόγ. δι- 1 + χείλ(η) -ικός μτφρδ. γαλλ. bilabial]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες