Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δισυπόστατος
1 εγγραφή
δισυπόστατος -η -ο [δisipóstatos] Ε5 : που έχει δύο υποστάσεις, δύο μορφές: Ο άνθρωπος είναι ον δισυπόστατο, έχει σώμα και ψυχή, είναι διφυές. || (ως ουσ.) το δισυπόστατο: Tο δισυπόστατο του ανθρώπου, η ιδιότητά του να έχει δύο υποστάσεις.

[λόγ. < μσν. δισυπόστατος < δις (επίρρ.) + υπόστα(σις) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες