Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δισυπόστατος -η -ο [δisipóstatos] Ε5 : που έχει δύο υποστάσεις, δύο μορφές: Ο άνθρωπος είναι ον δισυπόστατο, έχει σώμα και ψυχή, είναι διφυές. || (ως ουσ.) το δισυπόστατο: Tο δισυπόστατο του ανθρώπου, η ιδιότητά του να έχει δύο υποστάσεις.
[λόγ. < μσν. δισυπόστατος < δις (επίρρ.) + υπόστα(σις) -τος]