Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διστάζω [δistázo] Ρ2.1α : δεν μπορώ να καταλήξω σε μια οριστική απόφαση, δεν είμαι βέβαιος αν κτ. που θα πω ή θα κάνω είναι σκόπιμο, επιθυμητό ή ηθικά σωστό: ~ να υιοθετήσω τις απόψεις του. Δίστασε την τελευταία στιγμή να μιλήσει / να φύγει. Πες μου τι θέλεις, και μη διστάζεις. Δε διστάζει να συκοφαντήσει τους πολιτικούς του αντιπάλους.
[λόγ. < αρχ. διστάζω]