Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δισθενής -ής -ές [δisθenís] Ε10 : (χημ.) που έχει σθένος δύο: ~ ρίζα. Δισθενές στοιχείο.
[λόγ. δι- 1 + σθέν(ος) 2 -ής μτφρδ. γαλλ. bivalent]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. δι- 1 + σθέν(ος) 2 -ής μτφρδ. γαλλ. bivalent]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |