Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δισθενής
1 εγγραφή
δισθενής -ής -ές [δisθenís] Ε10 : (χημ.) που έχει σθένος δύο: ~ ρίζα. Δισθενές στοιχείο.

[λόγ. δι- 1 + σθέν(ος) 2 -ής μτφρδ. γαλλ. bivalent]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες