Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δισεγγονός
1 εγγραφή
δισέγγονος ο [δiséŋgonos] Ο20 & δισεγγονός ο [δiseŋgonós] Ο17 θηλ. δισεγγονή [δiseŋgoní] Ο29 : ο γιος του εγγονού ή της εγγονής κάποιου, στη σχέση του με τον προπάππο ή με την προγιαγιά.

[ελνστ. δισέγγονος· μετακ. τόνου κατά το εγγονός· δισεγγον(ός) -ή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες