Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: δισέγγονο
2 items total [1 - 2]
δισέγγονο το [δiséŋgono] Ο41 : ο δισέγγονος ή η δισεγγονή κάποιου: Έζησε και είδε εγγόνια και δισέγγονα.

[δις (επίρρ.) + εγγόν(ι) -ο]

δισέγγονος ο [δiséŋgonos] Ο20 & δισεγγονός ο [δiseŋgonós] Ο17 θηλ. δισεγγονή [δiseŋgoní] Ο29 : ο γιος του εγγονού ή της εγγονής κάποιου, στη σχέση του με τον προπάππο ή με την προγιαγιά.

[ελνστ. δισέγγονος· μετακ. τόνου κατά το εγγονός· δισεγγον(ός) -ή]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go