Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διποδισμός ο [δipoδizmós] Ο17 : τρόπος γρήγορου βαδίσματος του αλόγου, κατά τον οποίο το δεξί μπροστινό πόδι κινείται ταυτόχρονα με το πίσω αριστερό και αντίστροφα· τροχασμός.
[λόγ. επίδρ. στη λ. διπόδ(ι) (ίδ. σημ.) -ισμός < δι- 1 + πόδ(ι) -ι (διαφ. το αρχ. διποδισμός `σπαρτιατικός χορός΄)]