Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διπλωπία
1 εγγραφή
διπλωπία η [δiplopía] Ο25 : (ιατρ.) διαταραχή της οράσεως κατά την οποία το άτομο βλέπει τα αντικείμενα διπλά.

[λόγ. < γαλλ. diplopie < αρχ. διπλ(οῦς) `διπλός΄ + ὠπ- (ὤψ) `μάτι, πρόσωπο΄ -ie = -ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες