Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διπλοπενιά
1 εγγραφή
διπλοπενιά η [δiplopená] Ο24 : οι πρίμο σεγκόντο νότες, στο μπουζούκι, στον μπαγλαμά και στην κιθάρα.

[διπλο- + πενιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες