Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διπλοκράτηση
1 εγγραφή
διπλοκράτηση η [δiplokrátisi] Ο33 : η κράτηση της ίδιας θέσης για δύο άτομα, σε μεταφορικό μέσο, θέατρο κτλ.

[λόγ. διπλο- + κράτη(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες