Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διορίζω
1 εγγραφή
διορίζω [δiorízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. προσλαμβάνω κπ. ως υπάλληλο σε μια υπηρεσία κυρίως δημόσια και σε οργανική συνήθ. θέση: Tο υπουργείο θα διορίσει νέους εκπαιδευτικούς. Διορίστηκε ως καθηγητής. Είναι διορισμένος στην εφορία. 2. αναθέτω σε κπ. την εκτέλεση ενός συγκεκριμένου έργου, ορισμένης συνήθ. διάρκειας: Οι νομάρχες παλαιότερα δεν εκλέγονταν αλλά διορίζονταν από την κυβέρνηση. Tο δικαστήριο τον διόρισε εκτελεστή της διαθήκης.

[λόγ. < αρχ. διορίζω `χαράζω όρια, καθορίζω΄ (2: σημδ. γαλλ. désigner)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες