Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διορία
1 εγγραφή
διορία η [δioría] Ο25 : χρονικό περιθώριο μέσα στο οποίο πρέπει να γίνει κτ., προθεσμία, κυρίως σε λόγο που δεν είναι επίσημα διατυπωμένος: Mου έδωσε λίγες μέρες ~ για να του απαντήσω / για να τον εξοφλήσω. Σήμερα τελειώνει η ~. Πέρασε η ~ που είχαμε για να δηλώσουμε συμμετοχή.

[λόγ. < ελνστ. διορία, διωρία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες