Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διμηνία
2 εγγραφές [1 - 2]
διμηνία η [δiminía] Ο25 : χρονικό διάστημα δύο μηνών· δίμηνο: Ο λογαριασμός του τηλεφώνου πληρώνεται κάθε ~. || αμοιβή ή αποζημίωση που καλύπτει χρονικό διάστημα δύο μηνών: Mου οφείλει μια ~.

[λόγ. < ελνστ. διμηνία]

διμηνιαίος -α -ο [δiminiéos] Ε4 : που γίνεται κάθε δύο μήνες, που αντιστοιχεί σε χρονικό διάστημα δύο μηνών. α. που εκδίδεται κάθε δύο μήνες: Διμηνιαίο ενημερωτικό δελτίο. β. για χρηματικό ποσό που καταβάλλεται κάθε δύο μήνες: Διμηνιαία δόση.

[λόγ. διμηνί(α) -αίος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες