Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διμεταλλικός -ή -ό [δimetalikós] Ε1 : (οικον.) που έχει σχέση με το διμεταλλισμό: Διμεταλλικό σύστημα.
[λόγ. διμεταλλ(ισμός) -ικός μτφρδ. γαλλ. bimetallique]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. διμεταλλ(ισμός) -ικός μτφρδ. γαλλ. bimetallique]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |