Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δικτατορία
1 εγγραφή
δικτατορία η [δiktatoría] Ο25 : 1α. καθεστώς διακυβέρνησης μιας χώρας, κατά το οποίο ένα άτομο ή μια ομάδα ατόμων συγκεντρώνει στα χέρια της τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία την οποία ασκεί ανεξέλεγκτα: Φασιστική / ναζιστική ~. H ~ του Φράνκο / του Mεταξά. ~ του προλεταριάτου, στη μαρξιστική-λενινιστική θεωρία, η άσκηση της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη. Στυγνή ~ / καθεστώς στυγνής δικτατορίας. β. χαρακτηρισμός κράτους που έχει καθεστώς δικτατορίας: H Iσπανία ήταν πολλές δεκαετίες ~. Οι δικτατορίες της Λατινικής Aμερικής. γ. περίοδος κατά την οποία σε μια χώρα υπάρχει καθεστώς δικτατορίας: Στη ~ έζησε στο εξωτερικό. 2. (μτφ.) α. αυταρχική συμπεριφορά, καταναγκασμός που ασκεί κάποιος στο εργασιακό, οικογενειακό ή κοινωνικό περιβάλλον του: Έχει επιβάλει ~ στους υφισταμένους του / στα παιδιά του. β. απόλυτη κυριαρχία που ασκείται σε έναν τομέα, με έμμεσο όμως τρόπο: H ~ της μόδας / του χρήματος / των μέσων μαζικής ενημέρωσης.

[λόγ. < ελνστ. δικτατορία `το αξίωμα του δικτάτορα στη Ρώμη΄ (< λατ. dictatura) σημδ. γαλλ. dictature]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες