Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δικομματισμός ο [δikomatizmós] Ο17 : η εναλλαγή δύο μόνο κομμάτων στην εξουσία, το δικομματικό σύστημα.
[λόγ. δικομματ(ικός) -ισμός μτφρδ. γαλλ. bipartisme ή αγγλ. bipartisanism)]