Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δικατάληκτος -η -ο [δikatáliktos] Ε5 : (γραμμ.) για επίθετα τριγενή που έχουν δύο καταλήξεις, μία για το αρσενικό και το θηλυκό και μία για το ουδέτερο, π.χ. ο συνεχής, η συνεχής, το συνεχές.
[λόγ. < ελνστ. δικατάληκτος]