Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δικαιοσύνη
1 εγγραφή
δικαιοσύνη η [δikeosíni] Ο30 : 1α. η τήρηση των αρχών του δικαίου από τα μέλη μιας κοινωνίας, που εκφράζεται με την ίση και ορθή εφαρμογή των γραπτών νόμων και με το σεβασμό των άγραφων νόμων: Οι λαοί αγωνίζονται για ~ και για ελευθερία. Έζησε / πολιτεύτηκε με ~. Ο δικαστής πρέπει να δικάζει με ~, δίκαια. Έχει αναπτυγμένο το αίσθημα της δικαιοσύνης, είναι πολύ δίκαιος. (έκφρ.) τι ~ είναι αυτή;, όταν συμβαίνει κάποια αδικία. || το δίκαιο: Πρέπει να αποδοθεί ~ στα θύματα των διωγμών. Tα δικαστήρια απονέμουν ~. β. Δικαιοσύνη, προσωποποίηση της έννοιας της δικαιοσύνης, που παριστάνεται ως γυναίκα που έχει δεμένα τα μάτια και κρατά ζυγαριά και ξίφος. 2α. θεσμός της πολιτείας που έχει σκοπό την επιβολή των νόμων, όταν αυτοί παραβιάζονται και την τιμωρία αυτών που παρανομούν, καθώς και η εξουσία που προέρχεται από αυτόν: H ~ πρέπει να είναι ανεξάρτητη. Yπουργείο / υπουργός Δικαιοσύνης. Παραδίδω κπ. στη ~ / στα χέρια της δικαιοσύνης. || (έκφρ.) η ~ είναι τυφλή, αμερόληπτη. η ανθρώπινη και η θεία ~, για να δηλώσουμε ότι τα δικαστήρια μπορεί καμιά φορά να σφάλουν, η κρίση όμως του Θεού είναι πάντοτε δίκαιη. β. το σύνολο των δικαστικών αρχών: Πολιτική / ποινική / διοικητική / στρατιωτική ~, δικαστήριο1. Προσφεύγω στη ~. Λογοδοτώ ενώπιον της δικαιοσύνης. H ~ θα κρίνει / θα αποφανθεί. H ελληνική / αγγλική / γερμανική ~.

[λόγ.: 1α: αρχ. δικαιοσύνη· 1β: ελνστ. σημ.· 2: σημδ. γαλλ. justice]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες