Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δικαιοπάροχος
1 εγγραφή
δικαιοπάροχος ο [δikeopároxos] Ο19 θηλ. δικαιοπάροχος [δikeopáro xos] Ο36 : (νομ.) αυτός που μεταβιβάζει ένα δικαίωμα σε κπ. άλλον (στο δικαιοδόχο).

[λόγ. δίκαι(ον) -ο- + ελνστ. πάροχος `που παρέχει΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες